ἀνύπαρκτον

ἀνύπαρκτον
ἀνύπαρκτος
non-existent
masc/fem acc sg
ἀνύπαρκτος
non-existent
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • несоущьнъ — (1*) пр. Не имеющий (божественной) сущности (об учении Павла Самосатского, считавшего Иисуса Христа простым человеком, а не Богом): Павьли˫ане. ѿ павьла самосатѹсиискааго. сь павьлъ. несѹщьна х҃са. просто извѣщаеть. (ἀνύπαρκτον) КЕ XII, 258а. Ср …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Περδικάρης, Μιχαήλ — (Κοζάνη 1766 Μοναστήρι, Μακεδονία 1828). Λόγιος γιατρός και στιχουργός. Γιος γιατρού, κεφαλλονίτικης καταγωγής, ο Π. σπούδασε στην Κοζάνη και σταδιοδρόμησε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι. Γύρω στα 1796 ανέβηκε στη Βιέννη κι αργότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”